Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δωσ' του κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν' αρχινίσει...
Ήταν λέει μια φορά κι ένα καιρό μία μικρή πόλη. Στην πόλη αυτή οι κάτοικοι ζούσαν αρμονικά κάνοντας τις δουλειές τους. Αγρότες, κτηνοτρόφοι, έμποροι, εργάτες, υπάλληλοι, επιχειρηματίες, εργάζονταν με σκοπό να μεγαλώνουν τις οικογένειες τους. Πάντα κατά το μεσημεράκι, έκαναν διάλειμμα για τσιπουράκι, γελούσαν δυνατά με χοντρά αστεία και όλοι ήταν αγαπημένοι.
Τα Σαββατοκύριακα, άναβαν μεγάλες φωτιές και έψηναν προβατίνα, μεθώντας από γλυκόπιοτα κρασιά... Όλα πραγματικά, όμορφα και ρουμελιώτικα. Μόνο ένα πρόβλημα υπήρχε... Σαν κλασσικοί ρουμελιώτες, με τον αθλητισμό ήταν τσακωμένοι. Μόνο ποδόσφαιρο τους άρεσε να χαζεύουν, αλλά η πόλη τους ομάδα δεν είχε, ήταν μικρή και άγνωστη...
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε από άλλη περιοχή ένας πονηρός μάγος...Είδε ότι εδώ "ψόφαγαν" για θέαμα και είπε: "ρε δεν ρίχνω μερικές ψωροδεκάρες να κάνουμε μπίζνες". Κι αυτό γιατί ο μάγος, ήταν επιχειρηματίας, με μπουλντόζες και μηχανήματα και είχε μάθει να φτιάχνει πράγματα που πλήρωνε με χρήματα (πολλές φορές υπερκοστολογημένα) ο απλός λαός.
Έτσι και έγινε... Και η μικρή άσημη ομαδούλα μέσα σε δύο χρόνια έγινε "Μπαρτσελόνα" (για τα δεδομένα). Και όλοι χαίρονταν (όσους χώραγε το μικρό γήπεδο στης πόλης) και πανηγύριζαν και φοβέριζαν τις διπλανές πόλεις ότι θα είμαστε η επόμενη επαρχιακή ομάδα που θα σηκώσει πρωτάθλημα.
Μόλις ο μάγος είδε ότι είχε κλέψει τις καρδιές του κόσμου, έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια. Στην πόλη υπήρχε ένας σκουπιδότοπος, ο οποίος όμως, γέμιζε γρήγορα. Ο νέος άρχοντας της πόλης, είδε ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και είπε στο συμβούλιό του, ότι δίνει 9.000.000 φλουριά σε όποιον μπορούσε να λύσει το πρόβλημα (2 νέα "κύτταρα" ήταν αρκετά). Μόλις άκουσαν τους τελάληδες να το διαλαλούν, πολύ μάστορες μαζεύτηκαν και υπέβαλαν τα σχέδιά τους. Ακόμη και ο μάγος. Μόνο που η πρόταση του μάγου (όπως και κάθε ενδιαφερόμενου) έπρεπε να είχε κάποια ελάχιστα χαρτιά, και αυτή δεν είχε. Και έτσι ο άρχοντας δεν του έδωσε τη δουλειά. Τότε άρχισε ο μάγος να φοβερίζει και να φωνάζει και έβαλε τους απλούς κατοίκους να φωνάζουν για την ομάδα. Είπε ότι ο άρχοντας δεν θέλει την ομάδα και την πολεμάει. Δεν φτιάχνει το γήπεδο και θέλει τον μάγο αποκλειστικά υπεύθυνο για την ομάδα. Απείλησε ότι θα πάρει την ομάδα και θα την πάει σε άλλη πόλη αφήνοντας τη δική τους χωρίς θέαμα και περηφάνια...
Μπροστά στην απειλή και στις διαδηλώσεις ο άρχοντας λύγισε. Έδωσε το γήπεδο να παίζει μόνο ο μάγος, υποσχέθηκε ότι θα πληρώσει χρήματα πολλά για να το φτιάξει ώστε η ομάδα να είναι περήφανη γι' αυτό και να μην ντρέπονται οι παίκτες. Και σιγά σιγά, άρχισε να γίνεται το χατήρι του μάγου, που σε μία σκοτεινή γωνιά γέλαγε χαιρέκακα και ονειρευόταν την ώρα και τη στιγμή που μετά από τα ψίχουλα θα του δίναν και τα φλουριά...
(Το παραμύθι θα συνεχιστεί γιατί δεν σταματά η ανθρώπινη απληστία αλλά και ο φόβος των ανθρώπων μπροστά στον θρασύ και άπληστο άνθρωπο... Κάπου θα έπρεπε να μπει και ένας δράκος, μια βασιλοπούλα, ένας πρίγκηπας και ένας γελωτοποιός, αλλά περιμένω τη συνέχεια... Τα πρόσωπα υπάρχουν, στην μικρή πόλη. Άξιο απορίας είναι πως θα δέσουν στην ιστορία...)
(Όλα τα παραπάνω ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας του γράφοντος. Αν κάποιος θεωρεί ότι προσομοιάζουν με πρόσωπα ή καταστάσεις να το αποδώσει στην έμπνευση της στιγμής, την έλλειψη καφέ, την χιουμοριστική διάθεση, την βαρεμάρα που δέρνει τον καλλιτέχνη)
Πηγή : Ο "τοίχος" ενός φίλου , που έχει τη δική του ιστορία
στην ανέμη τυλιγμένη
δωσ' του κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν' αρχινίσει...
Ήταν λέει μια φορά κι ένα καιρό μία μικρή πόλη. Στην πόλη αυτή οι κάτοικοι ζούσαν αρμονικά κάνοντας τις δουλειές τους. Αγρότες, κτηνοτρόφοι, έμποροι, εργάτες, υπάλληλοι, επιχειρηματίες, εργάζονταν με σκοπό να μεγαλώνουν τις οικογένειες τους. Πάντα κατά το μεσημεράκι, έκαναν διάλειμμα για τσιπουράκι, γελούσαν δυνατά με χοντρά αστεία και όλοι ήταν αγαπημένοι.
Τα Σαββατοκύριακα, άναβαν μεγάλες φωτιές και έψηναν προβατίνα, μεθώντας από γλυκόπιοτα κρασιά... Όλα πραγματικά, όμορφα και ρουμελιώτικα. Μόνο ένα πρόβλημα υπήρχε... Σαν κλασσικοί ρουμελιώτες, με τον αθλητισμό ήταν τσακωμένοι. Μόνο ποδόσφαιρο τους άρεσε να χαζεύουν, αλλά η πόλη τους ομάδα δεν είχε, ήταν μικρή και άγνωστη...
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε από άλλη περιοχή ένας πονηρός μάγος...Είδε ότι εδώ "ψόφαγαν" για θέαμα και είπε: "ρε δεν ρίχνω μερικές ψωροδεκάρες να κάνουμε μπίζνες". Κι αυτό γιατί ο μάγος, ήταν επιχειρηματίας, με μπουλντόζες και μηχανήματα και είχε μάθει να φτιάχνει πράγματα που πλήρωνε με χρήματα (πολλές φορές υπερκοστολογημένα) ο απλός λαός.
Έτσι και έγινε... Και η μικρή άσημη ομαδούλα μέσα σε δύο χρόνια έγινε "Μπαρτσελόνα" (για τα δεδομένα). Και όλοι χαίρονταν (όσους χώραγε το μικρό γήπεδο στης πόλης) και πανηγύριζαν και φοβέριζαν τις διπλανές πόλεις ότι θα είμαστε η επόμενη επαρχιακή ομάδα που θα σηκώσει πρωτάθλημα.
Μόλις ο μάγος είδε ότι είχε κλέψει τις καρδιές του κόσμου, έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια. Στην πόλη υπήρχε ένας σκουπιδότοπος, ο οποίος όμως, γέμιζε γρήγορα. Ο νέος άρχοντας της πόλης, είδε ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και είπε στο συμβούλιό του, ότι δίνει 9.000.000 φλουριά σε όποιον μπορούσε να λύσει το πρόβλημα (2 νέα "κύτταρα" ήταν αρκετά). Μόλις άκουσαν τους τελάληδες να το διαλαλούν, πολύ μάστορες μαζεύτηκαν και υπέβαλαν τα σχέδιά τους. Ακόμη και ο μάγος. Μόνο που η πρόταση του μάγου (όπως και κάθε ενδιαφερόμενου) έπρεπε να είχε κάποια ελάχιστα χαρτιά, και αυτή δεν είχε. Και έτσι ο άρχοντας δεν του έδωσε τη δουλειά. Τότε άρχισε ο μάγος να φοβερίζει και να φωνάζει και έβαλε τους απλούς κατοίκους να φωνάζουν για την ομάδα. Είπε ότι ο άρχοντας δεν θέλει την ομάδα και την πολεμάει. Δεν φτιάχνει το γήπεδο και θέλει τον μάγο αποκλειστικά υπεύθυνο για την ομάδα. Απείλησε ότι θα πάρει την ομάδα και θα την πάει σε άλλη πόλη αφήνοντας τη δική τους χωρίς θέαμα και περηφάνια...
Μπροστά στην απειλή και στις διαδηλώσεις ο άρχοντας λύγισε. Έδωσε το γήπεδο να παίζει μόνο ο μάγος, υποσχέθηκε ότι θα πληρώσει χρήματα πολλά για να το φτιάξει ώστε η ομάδα να είναι περήφανη γι' αυτό και να μην ντρέπονται οι παίκτες. Και σιγά σιγά, άρχισε να γίνεται το χατήρι του μάγου, που σε μία σκοτεινή γωνιά γέλαγε χαιρέκακα και ονειρευόταν την ώρα και τη στιγμή που μετά από τα ψίχουλα θα του δίναν και τα φλουριά...
(Το παραμύθι θα συνεχιστεί γιατί δεν σταματά η ανθρώπινη απληστία αλλά και ο φόβος των ανθρώπων μπροστά στον θρασύ και άπληστο άνθρωπο... Κάπου θα έπρεπε να μπει και ένας δράκος, μια βασιλοπούλα, ένας πρίγκηπας και ένας γελωτοποιός, αλλά περιμένω τη συνέχεια... Τα πρόσωπα υπάρχουν, στην μικρή πόλη. Άξιο απορίας είναι πως θα δέσουν στην ιστορία...)
(Όλα τα παραπάνω ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας του γράφοντος. Αν κάποιος θεωρεί ότι προσομοιάζουν με πρόσωπα ή καταστάσεις να το αποδώσει στην έμπνευση της στιγμής, την έλλειψη καφέ, την χιουμοριστική διάθεση, την βαρεμάρα που δέρνει τον καλλιτέχνη)
Πηγή : Ο "τοίχος" ενός φίλου , που έχει τη δική του ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου