Έχει ένα ενδιαφέρον, λοιπόν, να δούμε λίγο ένα γνωστό φαινόμενο στην εκφορά του λόγου στην ελληνική δημόσια σφαίρα: τη χρήση λέξεων που σημαίνουν συγκεκριμένα επαγγέλματα, ως σύμβολα συλλογικής απαξίωσης, η επίκληση των οποίων ακυρώνει κάθε υποχρέωση για επιχειρηματολογία και διάλογο.
Ήταν το 2010, στην αρχή αυτής της εθνικής μας περιπέτειας και με τη δημόσια σφαίρα δηλητηριασμένη από την οξεία πολιτική αντιπαράθεση και τον διάχυτο φόβο για το άγνωστο, μέσα σε καθεστώς απόλυτης παραπληροφόρησης που δημιουργούσε ο Τύπος, αλλά και η αντικανότητα της τότε κυβέρνησης για επικοινωνιακή διαχείριση της κατάστασης, όταν ο Αρίστος Δοξιάδης, σε ομιλία του στο TEDxAthens μας θύμισε την περίφημη ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου το ‘80: «Οι Έλληνες δεν θα γίνουν τα γκαρσόνια της Ευρώπης». Μια ρήση που γρήγορα αποκρυσταλλώθηκε στο δόγμα που θα όριζε τη στάση μας, όχι αποκλειστικά απέναντι στον τουρισμό (ο οποίος σήμερα είναι η μόνη παραγωγική δραστηριότητα που μας έχει απομείνει και η ύπαρξη της χώρας εξαρτάται, εν πολλοίς, από την πορεία του) αλλά κυρίως θα όριζε τον τρόπο που θα αντιλαμβανόμασταν για δεκαετίες την παροχή υπηρεσιών και τις καλές πρακτικές, μέσα σ’ενα διεθνές περιβάλλον.
Εσχάτως δε, δίπλα στον πολιτικό που απαξιώνεται ως «λογιστής» όταν καταφέρνει να φέρει σε λογαριασμό τα δημόσια οικονομικά και στην περιφρόνηση για την επαγγελματική παροχή υπηρεσιών που δηλώνεται με τη χρήση της λέξης “γκαρσόνι” απαξιωτικά, ήρθε να προστεθεί στα «δαιμονικά επαγγέλματα» και ο καθηγητής πανεπιστημίου, ως δηλωτικό μιας εξ ορισμού ανικανότητας για ενασχόληση με τα κοινά.
Τί κοινό έχουν ο λογιστής, το γκαρσόνι, ο καθηγητής ως όροι πολιτικής απαξίωσης;
Η ορθή άσκηση του επαγγέλματός τους παραπέμπει στον «δυτικό τρόπο», ο οποίος έρχεται κόντρα στην κυρίαρχη μυθολογική αφήγηση για το έθνος των Ελλήνων-ηρώων που πάντα τα καταφέρνει «με τη βοήθεια της Παναγίας», εννοείται, των Ελλήνων που ζουν στο κράτος που ιδρύθηκε «με το πετραχήλι και το καρυοφύλλι» (και όχι με την σύμπραξη της Δύσης στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου…), που πολιτικοποιείται για την προάσπιση των «κοινωνικών δικαιωμάτων», ένα είδος δικαιωμάτων που δεν τα περιγράφει κανένα Σύνταγμα του δυτικού κόσμου, επιδεικνύοντας μια χαρακτηριστική αδιαφορία, αν όχι απέχθεια, για τα ανθρώπινα δικαιώματα που αποτελούν το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι σ’αυτή την αφήγηση συναντιούνται και η Δεξιά και η Αριστερά εξίσου, βασίζοντας τη ρητορική τους στους ίδιους μύθους αλλά με διαφορετικά πρόσημα.
Αυτή είναι η Ελλάδα, θα πει κάποιος. Όχι, διαφωνώ και το έγραφα και την προηγούμενη εβδομάδα. Θεωρώ μάλιστα τον χωρισμό στις «δυο Ελλάδες», την ορθολογική και την ανορθολογική, λανθασμένο γιατί αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι απλώς ένα «επικοινωνιακό ευκολάκι», αλλά συνιστά μια εξίσου ανορθολογική και ανιστόρητη ερμηνεία της σύγχρονης πραγματικότητας. Δεν είναι αυτή η Ελλάδα, δεν είναι αυτοί οι σύγχρονοι Έλληνες. Αυτή είναι η ρητορική που τα κόμματα δεξιά και αριστερά, αρνούνται ν’απεμπολήσουν και συνεχίζουν να αναπαράγουν ώστε ν’ αποφύγουν ν’ απαντήσουν με λογιστικά φύλλα, εξειδικευμένη γνώση, καλές επαγγελματικές πρακτικές, δηλαδή ως καλοί λογιστές, ως καλά γκαρσόνια, ως καλοί καθηγητές πανεπιστημίου.
Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι ως πότε οι πολίτες θ’αποδέχονται να δαιμονοποιείται ο λογιστής, το γκαρσόνι, ο καθηγητής πανεπιστημίου, δηλαδή η χρηστή διοίκηση, οι καλές πρακτικές στην παροχή υπηρεσιων και η εξειδικευμένη γνώση; Ας το σκεφτούμε. Άλλωστε, ο Μάιος είναι πολύ κοντά.
**Η Βίβιαν Ευθυμιοπούλου είναι σύμβουλος επικοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου