Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Παραμύθια για μεγάλους: o Μικρο-μεσαίος

Άλλη μια μέρα στο μαγαζί σου, μόνος σου. Και όταν λέμε μόνος σου, όχι χωρίς υπαλλήλους. Που λεφτά για υπαλλήλους; Μόνος σου, χωρίς πελάτες. Ο μόνος που μπαίνει πια στο μαγαζί είναι ο ταχυδρόμος. Για να σου φέρει λογαριασμούς.
Αρχίζεις τις πράξεις. Το κομπιουτεράκι προέκταση του τρεμάμενου χεριού σου. Τιμολόγια, δάνεια, νερό, τηλέφωνο,  ΔΕΗ και μέσα η ΕΡΤ. Απορείς. «Την ΕΡΤ γιατί την πληρώνω; Την τηλεόραση την πούλησα». Κάνεις τους ίδιους υπολογισμούς, ξανά και ξανά, μήπως και βγάλεις το χρέος σου μικρότερο. Αλλά πού; Τα έξοδά σου συν, συν, συν. Μόνο τα όνειρά σου πλην.

Βασισμένος στα αποτελέσματα των πράξεών σου, αρχίζεις να πείθεις τον εαυτό σου πως «εντάξει, δεν είναι ανάγκη να τρώω και κάθε μέρα. Θα τρώω μόνο όταν πεινάω. Όταν πεινάω πολύ. Και θα τρώω λίγο».

Ρίχνεις μια ματιά στην πόρτα του μαγαζιού. Κανείς. Μόνος σου. Θέλεις να ξεχαστείς. Ανοίγεις το ραδιόφωνο. Κάπου στα ερτζιανά, πετυχαίνεις μια συζήτηση για spreads, off– shore, ομόλογα. Κινέζικα. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Το μόνο που σου μένει, σαν το κατακάθι του καφέ στο φλιτζάνι σου, η γεύση πως στο τέλος θα πληρώσεις εσύ τα σπασμένα. Αλλάζεις σταθμό. Μουσικούλα.

Μπαίνει το ρεφρέν. «Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα...». Αλλάζεις σταθμό. «Να ‘χε χρώμα η μοναξιά...». Βαλτοί είναι; Ρισκάρεις την κατάθλιψη. Το κλείνεις.

Άλλη μια ματιά στη πόρτα. Κανείς. Μόνος σου. Απόλυτη ησυχία. Ενός λεπτού σιγή. Ενός λεπτού σιγή στην μνήμη της επιχείρησής σου. Η σιγή σπάει με την είσοδο δύο ανθρώπων. Δύο άνθρωποι! Στο μαγαζί σου! Κοντεύεις να δακρύσεις. Οι πρώτες δύο σκέψεις σου: «Να τους βγάλω φωτογραφία. Να κλειδώσω την πόρτα». Τελικά σπεύδεις να τους εξυπηρετήσεις. «Καλημέρα κύριοι. Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω»; Σε κοιτάνε από πάνω μέχρι κάτω, σαν να σου παίρνουν τα μέτρα. «Καλημέρα. Εφορία».

Ελέγχουν τα βιβλία της επιχείρησης. Μια ματιά στα βιβλία, μια λοξή ματιά σε ‘σένα. Δεύτερη ματιά στα βιβλία, πιο λοξή ματιά σε σένα. Σαν τη χορωδία του τοπικού δήμου, με μια φωνή, σου λένε σε Λα μινόρε, «δεν τα γράφετε πολύ καλά κύριε» . Τους κοιτάζεις. «Ναι κύριοι εφοριακοί. Με συγχωρείτε, αλλά εγώ μικρομεσαίος επιχειρηματίας είμαι, όχι συγγραφέας». Συντονισμένοι σαν χρυσοί ολυμπιονίκες συγχρονισμένης κολύμβησης, βουτάνε ξανά στα βιβλία.

Επιμένουν. Μια φωνή πάλι. «Μα κύριε, εδώ φαίνεται ότι δεν έχετε πουλήσει τίποτα τους τελευταίους τρεις μήνες». Μάλλον ήρθανε να μιλήσουν για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Τους κοιτάζεις. «Μάλιστα κύριοι. Τα φαινόμενα δεν απατούν. Πιστέψτε με, ένα ευρώ να βγάλω, δεν θα χρειαστεί να  ψάξετε τα βιβλία. Θα το καταλάβετε από τα πυροτεχνήματα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου